Το 1962, όταν η μητέρα μου Μαρία Αγγελετάκη -Παριανή στη καταγωγή- προσλήφθηκε στη Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, επιμελητές Αρχαιοτήτων ήταν η Φωτεινή και ο Χρήστος Ντούμας, με Έφορο το Νίκο Ζαφειρόπουλο. Η έδρα της Εφορείας ήταν τότε στη Μύκονο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η υπαλληλική σχέση μετατράπηκε γρήγορα σε σχέση οικογενειακή. Το 1965 η Φωτεινή με βάφτισε στη Μύκονο. Οι Ζαφειρόπουλοι μπήκαν στη ζωή μας και απέκτησαν μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου μια και δεν απέκτησαν παιδιά οι ίδιοι.
Στη αυλή, στο εσωτερικό περιστύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυκόνου και στη βιβλιοθήκη, με τους Ζαφειρόπουλους και αργότερα και με τον Ντινο το Τσάκο, πέρασαμε μια ολόκληρη ζωή, με όσα μια ζωή πολυ να συμπεριλάβει σε ενα τοπίο τότε μαγικό των όμορφων κυκλαδων πριν τη λαίλαπα του τουρισμού. Η υπηρεσία απαιτούσε τότε να οργώνουν οι αρχαιολογοι το Αιγαιο για τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Ετσι και γω από παιδί κια μετά σαν φοιτήτρια, συχνά τους ακολουθούσα και η αρχαιολογία έγινε για μένα βίωμα ζωής και ταξίδι αναμνήσεων στο Αιγαίο.
Η μητέρα μου έφυγε καποια χρόνια από την Υπηρεσία για να βοηθήσει στις οικογενειακές επιχειρησεις αλλά επέστρεψε κάποια χρόνια αργοτερα στην ΚΑ εφορεία, σαν υπαλληλος όταν αυτή μεταφερθηκε στη Αθήνα οπου σπουδαζαν και τα τρια της πιά παιδιά δουλεύοντας στο Μουσείο στην αρχή σαν γραμματέας, με μας να κανουμε τα πρώτα βήματα μας στο κήπο. Η μυρωδιά των βιβλίων είναι για μένα παιδική ανάμνηση, κατεληξε να με ακολουθεί και στη αρχαιολογική βιβλιοθήκη με τις ειδικές συλλογές οπου εργάζομαι ακόμα και σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Τρονχαιμ όπου ζω με την οικογένεια μου. Η ίδια μυρωδιά μιά ολόκληρη ζωή.
Στον ίδιο κήπο του αρχαιολογικού μουσείου Μυκόνου, έπαιρνε και τα εγγόνια της αργότερα η μητέρα μου μετά το σχολέιο, πριν πάρει η ίδια σύνταξη, την εποχή ειχε αναλάβει να πληρώνει τους μισθούς όλων το φυλάκων της ΚΑ Εφορίας, η όταν βοηθούσε με την καταγραφή των σφραγίσματων από τη Δηλο τον Νίκο Σταμπολίδη αρχαιολόγο τότε στην Εφορία, ετσι γιατί της άρεσε να κανει και τέτοιες δουλείες.
Πού να φανταζόμουν ότι οι δυο αυτές γυναίκες, η μητέρα μου και η πνευματική μου μητέρα, 60 χρόνια αργότερα θα έφευγαν από τη ζωή μεσα σε λίγες μέρες, αφήνοντας πίσω τους ένα πραγματικά μεγάλο κενό.
Και πώς να περιγράψει κανείς μια ολόκληρη ζωή σε λίγες λέξεις;
Η Μαρία η μάνα μας, μια καρδιά γεμάτη αγάπη, μια μάνα αυτοθυσία για την οικογενεια της σεμνή και συνεσταλμένη σκυμμενη πανω απο το λογιστικό της μηχάνημα μια εννοια είχε να προλάβει να πληρώσει όλους στην ώρα τους.Εφυγε 14 Μαρτίου τους 2024.
Η Φωτεινή της καρδιάς μας ήταν ένα κορίτσι «ανεμοστρόβιλος», όπως μου είπε ένας συγγενής της από την οικογένεια του Κωνσταντινουπολίτη πατέρα της. Ανεμοστρόβιλος χαράς και αισιοδοξίας. Η νονά έφυγε 5 Απριλίου.
Η μητέρα μου είχε τελειώσει το σχολαρχείο στη Σύρο και ήταν το πέμπτο παιδί μιας εξαμελούς οικογενειας με καταγωγή απο Πάρο. Δύσκολα τα χρόνια μετά τον πόλεμο όταν μετακόμισαν στη Σύρο, εκείνη ήταν το χαιδεμένο κορίτσι και ήθελε να σπουδάσει, αλλα η οικογένεια της δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τη στηρίξει σε αυτό. Οταν γνώρισε κια παντρεύτηκε τον Μυκονιάτη πατέρα μου μετακόμισε στη Μύκονο και την προσέλαβε ο Εφορος τότε Νίκος Ζαφειρόπουλος. Η συγκυρία να έχει για προιστάμενο το Ζαφειρόπουλο άνθρωπο σεμνό κια με βαθιε γνώσεις σε πολλούς τομείς ήταν για κέινη μια μαθητεία ζωής αλλά και τυχη μεγάλη οπως έλεγε πάντα, γιατι υπήρχε μεεταξυ τους μια βαθιά εκτίμηση. Ο νονός μου άνθρωπος συνεσταλμένος της εδωσε την δυνατότητα να μάθει ιστορία και αρχαιολογία και να έχει προσβαση σε αυτό που αγαπύσε, τα βιβλία. Η βιβλιοθήκη του Μουσέιου ήταν το Πανεπιστήμιο που δεν πήγε και δεν σταματησε ποτέ να μελετάει ακολουθωντας το παραδειγμα του προισταμένου της.
Η νονά μου από την άλλη, μοναχοπαίδι μιας οικογένειας που ο πατέρας της είχε 16 αδέλφια είχε ζήσει τον πόλεμο τη πείνα σα παιδάκι και μετα τον εμφύλιο με το σπίτι τους στη Νεα Φιλαδέλφεια να το επιτάσσουν πρώτα οι Ιταλοί μετα οι Γερμανοι και μετά ο ΕΑΜ ΕΛΑΣ. Πάντα διηγιόταν την αίσθηση της πείνας που ένιωθε εκείνα τα δύσκολα χρόνια που την είχε ανγκασει να τολμήσει να μπει βραδυ στην αποθήκη των Γερμναών να κλεψει λίγο αλεύρι. Ισως τότε, κατάλαβε βαθία μέσα της ότι η ζωή μετά απο ένα τέτοιο πόλεμο πρέπει να έχει μόνο χαρά. Εκείνη σπουδασε πρώτα στο Γαλλικό Ινστιτούτο όπου δούλευε διδάσκοντας κάποια χρόνια, μετά στη Σχολή Ξεναγών και μετά αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έφυγε για τις Κυκλαδες πρωτη φορά σαν φοιτητρια στην Τήνο το 60 με 61, όπου οι ντόπιοι κατάλαβαν προς μεγάλη της έκπληξη ότι ήταν αρχαιολόγος μόλις έφτασε στο χωριό, γιατι φορούσε "παντελόνι" κάτι σπάνιο για τις γυναίκες τότε.
Όταν αργ΄τερα ξεκίνησε σαν επιμελήτρια στη Εφορεια γνώρισε τη Μαρία και μοιραζόντουσαν οχι μόνο τον εργασιακό τους χώρο αλλα και τα μυστικα της ζωής μεσα απο μια βαθια φιλία.
Στα 11 μου με έστειλε η μητέρα μου να μείνω μαζί τους στους Δελφούς που τους είχε στείλει τότε επί Χούντας ο Μαρινάτος και τοήταν το ταξίδι αυτό για μένα σαν ενα υπέροχο όνειρο ντυμένο απο τους μυθους που μου διηγιόταν η νονα για τον Φοίβο, θεό Απόλλωνα. Είχα παρει τότε και την πρώτη μου φωτογραφική κάμερα και ανέβαινα στο χώρο απο το Μουσείο όπου μέναμε να βγάλω φωτογραφίες.
Ακόμα θυμάμαι το φεγγάρι στο αρχαίο θέατρο τα βράδια που ανεβαιναμε μαζί να ακούσουμε κλασσική μουσική, απο ένα παλιό κασσετόφωνο, την πυρα του Ηρακλή στην Οίτη που την ακολο΄υθησα στις υπηρεσιακές της επισκέψεις, στην αυτοψια στο Καλλιο, τις εκδρομές για τη θάλασσα στο Γαλαξειδι. Τότε αποφάσισα ότι θα σπουδάσω αρχαιολογία, και που να το ξερα ότι θα γινόμουν και γω αργότερα ξεναγός γιατί οι δουλείες για τους αρχαιολόγους ποτέ δεν περίσσευαν. Στα 15 μου στη Δήλο ενα βράδυ κοίταξα τον ουρανό και ένιωσα το απέραντο του συμπαντος. Όταν μέναμε τα καλοκαίρια μαζί στη Δήλο ή στην Πάρο ή στη Μύκονο, όταν ταξιδεύαμε στο Αιγαίο με ένα πάκο έγγραφα για υπογραφή και 14 ζευγάρια σαγιονάρες, όταν χορεύαμε μπάλο στα πανηγύρια, όταν φτάνανε με δώρα για να τους υποδεχτούν φίλοι και γνωστοί σε κάθε νησί, όταν περιμέναμε ώρες στην αποβάθρα διαβάζοντας τα αποκόμματα των εφημερίδων που κουβαλούσαμε από νησί σε νησί, όταν ψαρεύαμε με την αποχή τη μαρίδα, όταν βουτούσαμε από το καΐκι του Αντώνη του Ασβεστά - που έφυγε και αυτός πριν από μερικούς μήνες-, όταν περπατούσαμε ώρες στη Ρήνεια, όταν κλεινόμασταν ως τα μεσάνυχτα στις υγρές αποθήκες των μουσείων, όταν τρώγαμε αχινούς στα βράχια, όταν ταξιδεύαμε κάτω από το φως του Απόλλωνα, η ζωή ήταν μια μαγεία και η αρχαιολογία το κλειδί αυτής της μαγείας.
Δεν θα ξεχάσω τα δειλινά στη Δήλο, που κατεβαίναμε στο πηγάδι της Κλεοπάτρας να γεμίσουμε τα παγούρια μας. Τότε που δεν υπήρχε ρεύμα ακόμα και ο χώρος έμενε κλειστός τα απογεύματα για τους τουρίστες. Κάτω από τον έναστρο ουρανό, στο ελληνιστικό επιστύλιο του Δηλιανού σπιτιού, συζητούσαμε για τη ζωή, την αρχαιολογία, την πολιτική, τον άνθρωπο, τη γνώση.
Η Φωτεινή χαιρόταν κάθε λεπτό της ζωής μέχρι την περασμένη Κυριακή που καθομασταν μαζί και μνημονευαμε τη μητέρα μου όταν της ανακοίνωσα ότι μόλις ειχε φύγει από τη ζωή μετα απο 16 χρόνια αλσχάιμερ και στεναχωρήθηκε πολύ.«Εγώ θα τη θυμάμαι, Αλέκα μου, 19 χρονών τη μαμά σου, όπως την γνώρισα», μου είπε για την αγαπημένη της Μαρία. Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου λάτρευε τη ζωή, την αρχαιολογία, το «Νίκο της» και πάνω απ' όλα το «Φώς του Αιγαίου». Η Μαρία Αγγελετάκη χαιροταν την ζωή μεσα απο τα παιδιά και τα εγγόνια της που τους τραγουδούσε με την υπέροχη φωνή της ατέλιωτες ώρες γιατί η μουσική ήταν η μεγάλη της αγαπη.
Η μητέρα μου συντηρητική σαν ιδιοσυγκρασία και ντροπαλή, ήταν το στηριγμα μου σε όλη μου τη ζωή και δεν θα μπορουσα να φέρω εις πέρας τις σπουδές μου αν δεν με βοηθούσε με την οικογένεια μου και τις υποχρεώσεις μου. Η μητέρα μου μου έμαθε τι θα πει αφοσίωση.
Η νονά μου ήταν για μένα ένα άλλο προτύπο ζωής σε όλες της τις δυναμικές της εκφάνσεις μιας γυναίκας μοντερνας που αντλούσε δύναμη απο την επιστήμη της. Η νονα μου μου δίδαξε τι θα πει αισιοδοξία. Καταφέραμε να εκδωσουμε μαζι το 2019 την ανασκαφή του Ζαφειρόπουλου στη Σελλάδα με την ευγενική χορηγία του Δήμου Σαντορίνης. Είχε χαρεί τόσο πολύ τότε. Και φέτος το καλοκαίρι υπέγραφε με μεγάλη χαρά στη Μύκονο την έκδοση της Μελισσας για τον Νικο Ζαφειρόπουλου συναντώντας φίλους από παλιά στη Μύκονο για μια τελευταία φορά!
Μέσα απο την κοινή μας εμπειριά της αρχαιολογίας και μεγαλώνοντας σε αυτην την αυλη με τη Μαρια, το Νίκο τη Φωτεινή τον Ντίνο, έμαθα να ψηλαφώ το παρελθόν με σεβασμό και να χαίρομαι την απλή καθημερινότητα και τη σχέση με τους ανθρώπους. Πριν από χρόνια, ενώ γράφαμε το βιογραφικό της νονάς για κάποιο άρθρο, συνειδητοποίησα ότι σαν Έφορος Κυκλάδων, ήταν κάποια εποχή υπεύθυνη για 300 υπάλληλους, φύλακες, εργάτες, μονίμους και συμβασιούχους. Τους γνώριζε όλους έναν προς έναν, με τα προτερήματα και τις αδυναμίες τους. Όταν έφυγε ο νονος απο τη ζωή δεν ξαναήρθε η νονά στη Μύκονο, της ήταν δύσκολο μια και είχε παρει τότε σύνταξη.Πήγαινε όμως καθε καλοκαίρι στη Πάρο κια δούλευε με το υλικό της απο τις ανασκαφές μεχρι πέρισυ γιατι λατρευε το φως του Αιγαίου. Η μητέρα μου πήρε συνταξη το 2006 αλλα 2 χρίνια αργ΄τερα ειχε πια αλσχαιμερ και το μόνο που της έδινα χαρά ηταν τα τραγουδια που της τραγουδούσαμε ολοι! Τα τραγούδια που αγαπούσε.
Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να αφήσω από τις δύο αυτές ζωές; Πώς να περιγράψω την εντιμότητα, τον δυναμισμό, την δημιουργικότητά τους, το σεβασμό και τη συντροφικοτήτα που μοιραζόντουσαν, τη βαθια φιλία τους;
Η μήτερα μου συνεπής και εργάτικη βοηθούσε και στήριζε ολους γύρω της, έφυγε ομώς το μυαλό της πολυ νωρίς και χαθηκε λίγο λιγο μέσα στην αρρώστια της. Η νονα μου παρέμεινε ζωντανή μεχρι την μέρα πριν αρρωστήσει που την είδα.
Γιά μένα σημαντικές και οι δύο θα έιναι θησαυρός για παντα μέσα μου η αγαπη τους!
Από έντεκα χρονών στους Δελφούς, όταν μου μίλαγε η νονά για τον Απόλλωνα και τις Μούσες, ως πέρυσι που τρώγαμε στο ταβερνάκι πάνω στο κύμα στον Αϊ-Γιώρη της Αντιπάρου, ήταν ευχαριστημένη για όσα είχε ζήσει και με ρώταγε για τη Μαρία η οποία εφευγε μέρα με τη μέρα και στεναχωριόταν αλλ΄θυμόταν τα παλιά και γω χανόμουν στις διηγήσεις της απο τις Κυκλάδες.
Κάθε πρωί η αστείρευτη σε χαρά, νονά μου, άνοιγε τα μάτια της και μου έλεγε: «Αλεκάκι μου, τι ωραία που είναι η ζωή». Τα τραγουδια της μητέρας μου τα τραγουδάνε τώρα τα εγγόνια της κουβαλώντας την τόση αγάπη που τους έδωσε.
Αυτα κρατάω και γω μέσα μου για να καλύψω το φυσικό κενό που αφήνει ο θάνατος στους ζωντανούς!
Ετσι θα τις θυμάμαι οταν ταξιδεύω στο Αιγαιο σιγοτραγουδώντας μέσα μου τo "Είναι η ζωή μια θαλασσα"!